αισθητήριος, -α

αισθητήριος, -α
-ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αισθήσεις: Το αυτί είναι το αισθητήριο όργανο της ακοής.
2. το ουδ. ως ουσ., το αισθητήριο καθένα από τα όργανα των αισθήσεων (μάτι, αυτί κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αισθητήριος — ια, ιο (Α αἰσθητήριον, το) [αἰσθάνομαι] (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το όργανο καθεμιάς από τις πέντε αισθήσεις νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις αισθήσεις 2. το ουδ. ως ουσ. το αισθητήριο σε διάφορες φράσεις, όπως «πολιτικό αισθητήριο …   Dictionary of Greek

  • αισθητήριος φλοιός — Περιοχή του εγκεφάλου, στην οποία γίνονται συνειδητά αντιληπτές οι αισθητήριες πληροφορίες …   Dictionary of Greek

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • αισθητήριο — το (Α αἰσθητήριον) βλ αισθητήριος …   Dictionary of Greek

  • αμφιβληστροειδής — O εσωτερικότερος από τους χιτώνες που αποτελούν τα τοιχώματα του οφθαλμικού βολβού. Είναι χιτώνας αισθητήριος και θεωρείται το κυριότερο μέρος του οργάνου της όρασης, επειδή πάνω σε αυτόν το φως –φυσικό ερέθισμα– μετατρέπεται κατάλληλα ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • νευρικός — ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νευρικός, ή, όν) [νεύρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικά οι παθήσεις τών νεύρων νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”